- υπεραισχύνομαι
- ΜΑ [αἰσχύνομαι]ντρέπομαι πάρα πολύ, προσέχω πολύ μήπως... (α. «τῶν ὑβριστῶν ὑπεραισχυνόμενοι», Φώτ.β. «ὑπεραισχυνθέντες οἱ ἐν Θήβαις ἄρχοντες, μὴ δόξωσιν ὡς ἀληθῶς εἶναι προδόται», Αισχίν.)αρχ.αισθάνομαι μεγάλη ντροπή γιατί έκανα κάτι κακό.
Dictionary of Greek. 2013.